μονομεταλλικός

μονομεταλλικός
η , ό[ν] монометаллический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μονομεταλλικός" в других словарях:

  • μονομεταλλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονομεταλλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monometallique. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»